- σοφάρω
- οδηγώ αυτοκίνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοφάρω — σοφάρω, σοφάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σοφάρω — και σωφάρω Ν οδηγώ αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chauffer «θερμαίνω, ανάβω (τη μηχανή)» (< λατ. calefio «θερμαίνομαι»)] … Dictionary of Greek
σοφάρισμα — και σωφάρισμα, το, Ν οδήγηση αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek